ανασυσταίνω

ανασυσταίνω
(αόρ. ανασύστησα) μετ. восстанавливать; воссоздавать; вновь или заново создавать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ανασυσταίνω" в других словарях:

  • ανασυσταίνω — ανασυνιστώ …   Dictionary of Greek

  • ανασυσταίνω — ησα, ήθηκα, ημένος, συσταίνω ξανά, ξαναϊδρύω: Η κυβέρνηση αποφάσισε να ανασυστήσει τα ειρηνοδικεία που είχαν καταργηθεί παλαιότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασύσταση — η νέα σύσταση, ανασυγκρότηση, επανίδρυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασυσταίνω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»